σείσιμο

σείσιμο
το, -ατος
και σείσμα, το -ατος, κούνημα, δόνηση: Με το σείσιμο των κλαδιών έπεσαν όλα τα ώριμα φρούτα από τα δέντρα. – Σείσιμο της γης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σείσιμο — το, Ν η σείση, το σείσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ τού σείω* + κατάλ. ιμο (πρβλ. δέσ ιμο). Η λ., στον λόγιο τ. σείσιμον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ …   Dictionary of Greek

  • υπόσειση — η, Ν [υποσείω] ελαφρό σείσιμο …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — ο 1. δόνηση της γης: Ηφαιστειογενής σεισμός. – Επίκεντρο του σεισμού. 2. σείσιμο, κούνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”